Οι “έξωθεν”
Πήρα να διάβασω ξανά την κλασσική διατριβή του Μεγ. Αθανασίου Περί Ενανθρωπήσεως για άλλους λόγους. Την προσοχή μου τράβηξε ένα μικρό σχόλιο με το οποίο ξεκινά την παράγραφο 25. Από την παράγραφο 19 μέχρι και την 24 ασχολείται με κάτι που προφανώς παρεκκλίνει από την βασική προσέγγιση και μεθοδολογία του. Αντί να μείνει σε αυτό που έγινε, στο ιστορικό γεγονός, στην οικονομία των θείων ενεργειών – στην ενότητα αυτήν καταπιάνεται με ερωτήματα του είδους “τι θα γινόταν εάν”. Ασχολείται έτσι με το ερώτημα γιατί ο Χριστός πέθανε με τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο πέθανε και όχι αλλιώς. Τι θα γινόταν εάν ο Χριστός δεν σταυρωνόταν από τους Ιουδαίους στα χρόνια του Πόντιου Πιλάτου αλλά πέθαινε με κάποιον άλλον τρόπο; Ασχολείται λοιπόν με τα ερωτήματα αυτά προσπαθώντας να δώσει απαντήσεις, να επιχειρηματολογήσει εξηγώντας ότι ο Σταυρός ήταν ο μόνος ταιριαστός θάνατος που εκπληρώνει αυτό που ο Χριστός ήρθε να κάνει. Ολοκληρώντας την συζήτησή του αυτή και επιστρέφοντας στο θέμα του κάνει το εξής σχόλιο: “Και αυτά μεν προς τους μη Χριστιανούς οι οποίοι συνεχώς επιστρατεύουν επιχειρήματα” (Περί Ενανθρωπίσεως, 25). Εξηγεί στους αναγνώστες του ότι έκανε μία παρέκκλιση για χάρη των “έξωθεν”, όπως γράφει στο πρωτότυπο κείμενο. Αν και το κεντρικό ακροατήριό του είναι οι “έσω” δεν χάνει από το οπτικό του πεδίο του “έξωθεν” των οποίων τις ερωτήσεις ή τις αντιρρήσεις προσπαθεί να υποθέσει και να απαντήσει. Εδώ έχουμε μία από τις πιο σημαντικές αρχές που πρέπει να χαρακτηρίζουν τον “δημόσιο λόγο” μας με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το κήρυγμα. Καλούμαστε να μιλούμε έχοντας στο νου μας και τους “έξωθεν”. Ποιες θα είναι οι πιθανές αντιρρήσεις τους; Ποια ίσως είναι τα σημεία που δεν θα καταλάβουν; Πού θα συμφωνήσουν και που θα διαφωνήσουν; Και πώς μπορούμε όλα αυτά όχι μόνο να τα προβλέψουμε αλλά και να τα συμπεριλάβουμε στην παρουσίασή μας; Αυτό δεν είναι μία στρατηγική που υποκινείται από σκοπιμότητα αλλά μία πράξη φιλοξενίας και ευγένειας προς αυτόν που δεν ανήκει στην “κοινότητά” μας.