210 32 31 079 [email protected]
BLOG

Εκκλησία και Πόλη

Oι προκλήσεις και οι ευκαιρίες μιας κρίσης

Oι προκλήσεις και οι ευκαιρίες μιας κρίσης

[Το κείμενο που ακολουθεί είναι η διευρυμένη διατύπωση κάποιων σκέψεών μου που παρουσιάστηκαν σε μία σύντομη συνέντευξη μου για το City to City Europe με γενικό τίτλο: Α Centered Approach to a Crisis]

Οι προκλήσεις

1. Δεν είναι όλες οι κρίσεις το ίδιο. Ούτε και όλες γεννούν τις ίδιες αντιδράσεις και στάσεις. Ο David Brooks υποστήριξε ότι “κάποιες καταστροφές, όπως τυφώνες και σεισμοί μπορούν να φέρουν τους ανθρώπους κοντά αλλά εάν η ιστορία μας διδάσκει κάτι τότε οι πανδημίες συνήθως απομακρύνουν τον έναν από τον άλλο”. Η συγκεκριμένη κρίση ανήκει στο δεύτερο είδος. Είναι μία κρίση που γεννά κοινωνικό φόβο και απόσταση. Ακούμε συχνά ότι ο κώδικας συμπεριφοράς μας είναι το να βλέπουμε τον εαυτό μας ως πιθανό φορέα. Η άλλη πλευρά αυτής της θεώρησης είναι φυσικά το να δούμε όλους τους άλλους ως πιθανούς φορείς και κατά συνέπεια ως απειλή. Είναι μια κρίση λοιπόν που χτυπά τον κοινωνικό ιστό. Κι εδώ βρίσκεται το παράδοξο. Από την μία το πρόβλημα αυτό μας θυμίζει το πόσο αλληλοεξαρτώμενοι είμαστε από τους άλλους και από την άλλη μας αποξενώνει από αυτούς. Αναδεικνύει την σπουδαιότητα του “δήμου” (επι-δημία / παν-δημία) αλλά και απελευθερώνει ένστικτα εγωϊστικού αμοραλισμού όταν αδειάζουμε τα ράφια για μας, αδιαφορώντας για τους άλλους.

2. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που επίσης διαφοροποιεί τις κρίσεις είναι ότι για κάποιες μπορείς να εντοπίσεις τα αίτια και να ιχνηλατήσεις τον φταίχτη. Για την οικονομική κρίση του 2009 υπήρχε κάποιος φταίχτης για να θυμώσουμε εναντίον του: ήταν η Ευρώπη, η Γερμανία, η Μέρκελ, το IMF, οι πολιτικοί μας ή ό,τι τέλος πάντων κάποιος διάλεγε να πιστέψει. Υπάρχουν όμως κάποιες κρίσεις που δεν είναι πολιτικές αλλά υπαρξιακές. Δεν ξέρεις ποιον να ψέξεις. Ποιος φταίει για τον σεισμό; Για το τσουνάμι; Ή τώρα, ποιος φταίει για τον κορωνοϊό; Με ποιους πρέπει να τα βάλουμε; Όταν δεν βρίσκεις άλλον φταίχτη τότε η οργή συχνά προσανατολίζεται προς τον Θεό και τα ερωτήματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα και πολύπλοκα. 

3. Μία ακόμη πρόκληση σε συνθήκες σαν κι αυτήν είναι η καλλιέργεια και αποδοχή μίας μοιρολατρικής μηδενιστικής στάσης απέναντι στη ζωή και γενικά στην ύπαρξη. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία τoυ βιβλίου Epidemics and Society, του σημαντικού μελετητή του φαινομένου της επιδημίας Frank Snowden είναι η ανάγνωση του έργου του Άντον Τσέχωφ μέσα από το πρίσμα του ότι ο ίδιος ήταν θύμα της επιδημίας της φυματίωσης.  Ένα χαρακτηριστικό έργο του είναι οι Τρεις Αδελφές, έργο που έγραψε στο τέλος της ζωής του από φυματίωση. Όπως όλα τα έργα του, έτσι και αυτό περιγράφει ζωές ανθρώπων εγκλωβισμένων σε συνθήκες έξω από τον έλεγχό τους, ανήμπορων να αντιδράσουν και να αποφασίσουν για τον εαυτό τους, παγιδευμένους. Δεν έχουμε τον χώρο να περιγράψουμε όλη την πλοκή. Στο τέλος του έργου και καθώς όλα τα όνειρα και οι φιλοδοξίες έχουν ξεφτίσει, λέει η Ειρήνα, μία από τις αδελφές:“Θα ‘ρθει καιρός που όλοι θα ξέρουμε γιατί γίνονται όλ’ αυτά, γιατί αυτός ο πόνος. Δε θα υπάρχουν πια μυστήρια. Τώρα όμως πρέπει να ζήσoυμε, πρέπει να δουλέψουμε. Μόνο να δουλέψουμε!”. Όμως η επόμενη φράση του Τσεμπουτικιν την ώρα που διαβάζει μια εφημερίδα είναι “δε βαριέσαι! Δε βαριέσαι! Η σκηνή έχει ιδιαίτερη δύναμη: διαβάζει τα “νέα” και αναφωνεί, σε μία πιο κυριολεκτική απόδοση της φράσης, “όλα μένουν τα ίδια, όλα μένουν τα ίδια”! Το έργο κλείνει με την φράση, “αν ξέραμε μονάχα! Αν ξέραμε μονάχα!” Αλλά φυσικά δεν ξέρουμε…

Η αναζήτηση του νοήματος μέσα στην συνθήκη μιας πανδημίας εκλείπει και βουλιάζουμε σε ένα ακατανόητο, βαρετό συνεχές μέσα στο οποίο νιώθουμε εγκλωβισμένοι. Αυτή η συνθηκολόγηση φυσικά ματαιώνει την αναζήτηση καθιστώντας την πράξη της μαρτυρίας ανούσια. 

4. Τέλος σημειώνω μία πρόκληση που έχει να κάνει κυρίως με την εκκλησία και όχι με την ευρύτερη κοινωνία. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι virtual λατρείες δεν υποκαθιστούν την εμπειρία της εκκλησίας! Ο Χριστιανισμός έχει στο κέντρο το γεγονός της “ενσάρκωσης”. Το “σώμα”, η “επαφή”, “η εγγύτητα” είναι αδιαπραγμάτευτα στοιχεία της λατρείας μας. Η εκκλησία έχει ως συστατική προϋπόθεσή της την “κλήση εκ”. Δεν έρχεται σε μένα αλλά εγώ κινούμαι προς αυτήν και η κίνηση αυτή την συγκροτεί και την υποστασιοποιεί. Φυσικά η τεχνολογία που μας φέρνει την εκκλησία και την κοινότητα στο σπίτι μας είναι ένα χρήσιμο εργαλείο και το χρησιμοποιούμε με χαρά. Υπάρχει ο κίνδυνος όμως να μπερδέψουμε αυτό που είναι μία “αναγκαία” και “κατ’ οικονομία” χρήση με μία αλλαγή τρόπου ύπαρξης.  

Οι παραπάνω είναι προκλήσεις που βαραίνουν κι εμάς αλλά δυσκολεύουν και την μαρτυρία της εκκλησίας. Από την άλλη όμως υπάρχουν και ευκαιρίες.

Οι ευκαιρίες

Από την άλλη όμως ίσως μία πανδημία όπως αυτή να γεννά νέες ευκαιρίες.

1. Η ματαίωση για την οποία μιλήσαμε έχει μία ιδιαίτερη πτυχή που αξίζει να σημειώσουμε. Οι άνθρωποι σε κρίσεις σαν κι αυτήν που αντιμετωπίζουμε συνειδητοποιούν το πόσο λίγο έλεγχο έχουν πάνω στη ζωή τους. Ακόμη και η δυσκολία να εντοπίσουμε και να ενοχοποιήσουμε κάποιον “φταίχτη” επιτείνει το αίσθημα αυτό. Αυτό είναι ένα από τα θέματα που ανέδειξε ο Καμύ στο έργο του “Η Πανούκλα”. 

Γράφει:

Η βλακεία είναι ανθεκτική, κι αυτό μπορεί να το καταλάβει όποιος δεν σκέφτεται πάντα και μόνο τον εαυτό του. Και ως προς τούτο, οι συμπλίτες μας ήταν σαν όλο τον κόσμο, σκέφτονταν μόνο τον εαυτό τους, μ’ άλλα λόγια, ήταν ανθρωπιστές: δεν πίστευαν στις συμφορές. Η συμφορά δεν έχει ποτέ ανθρώπινα μέτρα, για αυτό λέμε πάντα πως η συμφορά είναι εξωπραγματική, ένα κακό όνειρο που θα περάσει. Δεν περνά όμως πάντοτε, και μόνο οι άνθρωποι περνούν, από εφιάλτη σε εφιάλτη, και πρώτοι απ’ όλους οι ανθρωπιστές, επειδή δεν είχαν λάβει προληπτικά μέτρα. Οι συμπολίτες μας δεν έφταιγαν περισσότερο απ’ όλους τους άλλους, απλώς ξεχνούσαν τι θα πει μετριοφροσύνη, νόμιζαν ότι έχουν την κατάσταση στα χέρια τους και πως οι συμφορές ήταν απίθανες. Έτσι, εξακολουθησαν να κυνηγούν τις ‘υποθέσεις’ τους, να ετοιμάζονται για ταξίδια, να έχουν απόψεις. Πώς να σκεφτούν μια πανούκλα που καταργεί το μέλλον, τις μετακινήσεις, τις συζητήσεις; Πίστευαν πως ήταν ελεύθεροι, όμως ποτέ κανείς δεν θα’ναι ποτέ ελεύθερος όσο υπάρχουν συμφορές read more

Ο Θουκυδίδης, ο Καμύ και τα διαχρονικά μαθήματα μιας πανδημίας

Ο Θουκυδίδης, ο Καμύ και τα διαχρονικά μαθήματα μιας πανδημίας

Ακολουθούν λίγες σειρές στοχασμού με αφορμή δύο αποσπάσματα από δύο πολύ διαφορετικά έργα που εντούτοις ασχολούνται με ένα κοινό θέμα: μια πανδημία!

Ο Θουκυδίδης και η συμπύκνωση του χρόνου στο παρόν

Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο ο Θουκυδίδης περιγράφει τις συνέπειες του λοιμού στη ζωή των ανθρώπων. Γράφει,

“Αλλά η λοιμική προκάλεσε και πολλά άλλα κακά που πρώτη φορά αναφάνηκαν στην πολιτεία, γιατί ο καθένας τολμούσε πιο φανερά, τώρα, να κάνει πράγματα που πριν τα έκανε κρυφά, και τούτο επειδή έβλεπαν πόσο απότομη είναι η μεταβολή της τύχης του ανθρώπου. Πλούσιοι πέθαιναν ξαφνικά και φτωχοί, που δεν είχαν ποτέ τίποτε, τους κληρονομούσαν κι έπαιρναν αμέσως όλη τους την περιουσία. Έτσι, οι περισσότεροι, βλέποντας πόσο εφήμερος είναι ο πλούτος και αβέβαιη η ζωή, βιάζονταν να ξοδέψουν τα χρήματά τους και να τα χαρούν. Κανείς δεν ήταν πια πρόθυμος να υποβληθεί σ᾽ οποιοδήποτε κόπο για κάτι που άλλοτε μπορούσε να φανεί χρήσιμο, και τούτο επειδή σκεπτόταν ότι ήταν πιθανό να πεθάνει προτού τελειώσει εκείνο για το οποίο θα κόπιαζε. Η ευχαρίστηση της στιγμής και το άμεσο κέρδος κατάντησε να θεωρείται και καλό και χρήσιμο. Ούτε ο φόβος των Θεών ούτε οι νόμοι των ανθρώπων τους συγκρατούσαν. Επειδή έβλεπαν ότι όλοι πέθαιναν, χωρίς διάκριση, δεν είχαν πια την αίσθηση του τί ήταν ευσέβεια και τί δεν ήταν και κανείς δεν πίστευε πως θα γλυτώσει απ᾽ την αρρώστια για να δώσει λόγο και να τιμωρηθεί για τις άδικες πράξεις του. Όλοι θεωρούσαν ότι η τιμωρία, που κρεμόταν κιόλας πάνω απ᾽ το κεφάλι τους, ήταν πολύ βαρύτερη από κάθε άλλην κι έπρεπε, προτού την υποστούν, να χαρούν κάπως τη ζωή (Πελοποννησιακός Πόλεμος 2.53)

Ο άνθρωπος βλέπει τον θάνατο και αντί να στραφεί στο επέκεινα επιλέγει να “διασκεδάζει έως θανάτου” (δες το σχετικό βιβλίο του Neil Postman, Amusing Ourselves to Death). 

Ο Καμύ και η απομυθοποίηση της ελευθερίας

Στο έργο του Καμύ, Η Πανούκλα διαβάζουμε για την πανδημία στην πόλη του Οράν. Γράφει,

“Η βλακεία είναι ανθεκτική, κι αυτό μπορεί να το καταλάβει όποιος δεν σκέφτεται πάντα και μόνο τον εαυτό του. Και ως προς τούτο, οι συμπλίτες μας ήταν σαν όλο τον κόσμο, σκέφτονταν μόνο τον εαυτό τους, μ’ άλλα λόγια, ήταν ανθρωπιστές: δεν πίστευαν στις συμφορές. Η συμφορά δεν έχει ποτέ ανθρώπινα μέτρα, για αυτό λέμε πάντα πως η συμφορά είναι εξωπραγματική, ένα κακό όνειρο που θα περάσει. Δεν περνά όμως πάντοτε, και μόνο οι άνθρωποι περνούν, από εφιάλτη σε εφιάλτη, και πρώτοι απ’ όλους οι ανθρωπιστές, επειδή δεν είχαν λάβει προληπτικά μέτρα. Οι συμπολίτες μας δεν έφταιγαν περισσότερο απ’ όλους τους άλλους, απλώς ξεχνούσαν τι θα πει μετριοφροσύνη, νόμιζαν ότι έχουν την κατάσταση στα χέρια τους και πως οι συμφορές ήταν απίθανες. Έτσι, εξακολουθησαν να κυνηγούν τις ‘υποθέσεις’ τους, να ετοιμάζονται για ταξίδια, να έχουν απόψεις. Πώς να σκεφτούν μια πανούκλα που καταργεί το μέλλον, τις μετακινήσεις, τις συζητήσεις; Πίστευαν πως ήταν ελεύθεροι, όμως ποτέ κανείς δεν θα’ναι ποτέ ελεύθερος όσο υπάρχουν συμφορές”

Αν υπάρχει κάτι που μας διδάσκει αυτή η πανδημία είναι το πόσο ανοχύρωτος και εύθραστος είναι ο άνθρωπος. Στην γλώσσα της Οικονομίας υπάρχει το “φαινόμενο της πεταλούδας” το οποίο ουσιαστικά λέει ότι αν μια πεταλούδα κινήσει τα φτερά της στον Αμαζόνιο, τότε μπορεί να προκαλέσει έναν τυφώνα στην άλλη άκρη της Γης. Πόσο τελικά “ελεύθερος” είναι ο άνθρωπος; 

Eπίλογος

Και τα δύο αυτά φαινόμενα έχουν θεολογική φόρτιση και σημασία! Η “ανθρωπολογία” της Βίβλου ακτινογραφεί τον άνθρωπο και φτάνει στις ίδιες διαπιστώσεις. Ο εγκλωβισμός του ανθρώπου στο παρόν διαπιστώνεται από την Αγία Γραφή για τις ημέρες του Νώε όπου μπροστά στον επερχόμενο κατακλυσμό, οι άνθρωποι “έτρωγαν και έπιναν, παντρεύονταν και πάντρευαν ως την ημέρα που μπήκε ο Νώε στην κιβωτό. Δεν κατάλαβαν τίποτε, ώσπου ήρθε ο κατακλυσμός και τους αφάνισε όλους” (Ματθαίος 24:38 – 39). Επίσης, η φενάκη της ελευθερίας του ανθρώπου αναδεικνύεται στην προς Ρωμαίους 8:22 – 23 όπου διαβάζουμε “ότι ως τώρα όλη η κτίση στενάζει και κραυγάζει από πόνο, σαν την ετοιμόγεννη γυναίκα. Κι όχι μόνο η κτίση. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς”. Ζούμε μέσα στον κλοιό της φθοράς και του θανάτου. 

Άραγε η τωρινή εμπειρία θα επιβεβαιώσει τα ως τώρα δεδομένα ή θα μας κάνει να στραφούμε Αλλού; Θα μας κάνει να αναλογιστούμε τα Αιώνια και να ανοιχτούμε σε Αυτόν που μπορεί να μας δώσει ελευθερία και να νοηματοδοτήσει τη ζωή μας μπολιάζοντάς την με ελπίδα;  

 

Γιώτης Κανταρτζής

Φέρνοντας την Ιερουσαλήμ στην Βαβυλώνα

Φέρνοντας την Ιερουσαλήμ στην Βαβυλώνα

Τις μέρες αυτές η εκκλησία μας ανέλαβε την διοργάνωση ενός συνεδρίου για τα Νότια Βαλκάνια, το Movement Day. Το βασικό του θέμα είναι το πώς η πόλη θα αγγιχθεί από το ευαγγέλιο. Μία από τις βασικές αρχές που διατυπώθηκαν είναι το ότι για να γίνει αυτό, έχει κομβική σημασία το πώς οι Χριστιανοί ζουν ανοιχτά την πίστη τους μέσα στην καθημερινότητά τους. Τι σημαίνει όμως αυτό; Είναι μόνο το να δίνουμε την μαρτυρία μας; Ένας από τους ομιλητές του συνεδρίου ήταν o Toni Gogu πρών υφυπουργός Δικαιοσύνης της Αλβανίας και νυν πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου των Τιράνων. Μας παρουσίασε το πώς νωρίς στην καριέρα του ήρθε αντιμέτωπος με την ερώτηση: έχει θέση ο Θεός μέσα στο δικαστικό σύστημα; Ενδιαφέρεται για αυτό; Κι αν ναι τι σημαίνει αυτό για κάποιον που θέλει να Τον ακολουθήσει; Η μαρτυρία του ήταν συναρπαστική και διδακτική. Δεν θα την αναπαράγω εδώ. Θα ήθελα όμως να σταθώ μόνο σε ένα σχόλιό του που μου έκανε τρομερή εντύπωση. Μιλώντας για τον Δανιήλ που προσπαθεί να ζήσει ως πιστός μέσα στην Βαβυλώνα αναφέρθηκε στη συνήθεια του Δανιήλ να προσεύχεται με τα παράθυρα ανοιχτά προς την Ιερουσαλήμ. Συχνά, σχολίασε, θεωρούμε ότι αυτό το έκανε για να “στείλει” την προσευχή του προς την Ιερουσαλήμ. Ίσως αξίζει να σκεφτούμε ότι η κατεύθυνση ήταν η ακριβώς αντίθετη. Δηλαδή, το έκανε για να “φέρει” την Ιερουσαλήμ στην Βαβυλώνα. Τι σημαίνει άραγε για τον καθένα μας το να φέρουμε την “Ιερουσαλήμ” – δηλαδή τις αρχές και τον αέρα της πόλης του Θεού μέσα στην Βαβυλώνα της καθημερινότητάς μας; Απαντώντας αυτό το ερώτημα θα αρχίσουμε να διαμορφώνουμε μία θεολογία της εργασίας κάτι που έχουμε όλοι τόσο ανάγκη!

Το θέμα της “ανεκτικότητας”: Ένας χριστιανικός στοχασμός

Το θέμα της “ανεκτικότητας”: Ένας χριστιανικός στοχασμός

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία που έκανε ο ποιμένας της εκκλησίας μας Γιώτης Κανταρτζής στην εκδήλωση για το “Έτος της Ανεκτικότητας” που οργάνωσε στην Αθήνα η πρεσβεία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (η εικόνα είναι το λογότυπο του έτους Ανεκτικότητας που εορτάζουν οι χώρες του Κόλπου). 

Ένα από τα πιεστικότερα και πλέον επίκαιρα ερωτήματα με τα οποία καλούμαστε να αναμετρηθούμε είναι το πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε μαζί και από κοινού με ανθρώπους και ομάδες με τους οποίους έχουμε βαθιές θρησκευτικές διαφορές. Η μετανάστευση και στην περίπτωσή μας η προσφυγική κρίση, η οικονομική παγκοσμιοποίηση αλλά και η εποχή του διαδικτύου μείωσε τις αποστάσεις και μας έφερε σε άμεση επαφή και διάδραση με λαούς, πολιτισμούς και παραδόσεις που στο παρελθόν θα μας ήταν άγνωστοι ή έστω γνωστοί από απόσταση.  Πώς λοιπόν μπορούμε να συνυπάρξουμε ειρηνικά; 

Πριν περάσω να παρουσιάσω μια πρόταση που αναφύεται μέσα από τις ρίζες της δικής μου θρησκευτική παράδοσης – δηλαδή της χριστιανικής – θα ήθελα να σχολιάσω μερικές άλλες εναλλακτικές οι οποίες υποστηρίζονται από πολλούς και οι οποίες πρέπει κατά τη γνώμη μου να απορριφθούν.

Η πιο χαρακτηριστική σύγχρονη πρόταση για οικοδόμηση κοινωνιών ανοχής είναι ο περιορισμός της θρησκευτικής έκφρασης στον χώρο του ιδιωτικού. Είναι η απώθησή της από κάθε δημόσια εκδήλωση δημιουργώντας έτσι αυτό που διάφοροι κοινωνιολόγοι ονόμασαν “απογυμνωμένη δημόσια σφαίρα” (naked public square ή κατά άλλους empty public square).  Σε αυτήν την αντίληψη, ιδιαίτερα διαδεδομένη στο περιβάλλον της δυτικής εκκοσμίκευσης, κεντρικής σημασίας είναι ένα συγκεκριμένο αφήγημα. Σύμφωνα με αυτό η εμφάνιση του Προτεσταντισμού ως άλλου θρησκευτικού πόλου γέννησε μία σειρά θρησκευτικών πολέμων κατά τον 16ο και 17ο αιώνα στην Ευρώπη στους οποίους χριστιανοί διαφορετικών δογμάτων σκότωναν ο ένας τον άλλο λόγω των θεολογικών διαφορών τους. Αυτό το αιματοκύλησμα τελικά σταμάτησε με την εμφάνιση του σύγχρονου έθνους στο οποίο οι θρησκευτικές πεποιθήσεις περιθωριοποιούνται, η νομιμοφροσύνη μεταφέρεται από την εκκλησία στην πολιτεία και το μονοπώλειο της βίας δίνεται στο κράτος. Έτσι το ά-θρησκο κράτος είναι η λύση που δαμάζει τον φανατισμό και τη βία που γεννά η θρησκεία. Η αφήγηση αυτή, ή σύμφωνα με τον William T. Cavanaugh “ο μύθος της θρησκευτικής βίας” έχει χαρακτηριστικά κοσμογονίας και σωτηριολογίας. Δηλαδή, είναι η αφήγηση του πώς ένα αρχέγονο χάος ρυθμίστηκε και οργανώθηκε μέσα από την εμφάνιση μιας θρησκευτικά απογυμνωμένης δημόσιας σφαίρας. Όπως όμως δείχνει ο Cavanaugh το αφήγημα αυτό δεν είναι ούτε αθώο ούτε αμερόληπτο και σίγουρα δεν είναι ιστορικά ορθό. Η θρησκεία και η πολιτική συμπλέκονται και διαπλέκονται με πολλούς και διάφορους τρόπους και ακολουθώντας διάφορες διαδρομές. Η στρατηγική αυτή λοιπόν προτείνει ότι ο δρόμος προς την ανεκτικότητα είναι με τον περιορισμό και την οριοθέτηση της θρησκευτικότητας.

Μία άλλη στρατηγική στην επιδίωξη ανοχής είναι η θρησκευτική σχετικοποίηση. Αναφέρομαι εδώ στον γνωστό ελέφαντα που διάφοροι τυφλοί ψηλαφούν και περιγράφουν δίνοντας ο καθένας όπως είναι αναπόφευκτο ένα μόνο μέρος της μεγάλης αλήθειας. Οι διάφορες θρησκείες, σύμφωνα με αυτήν την θεώρηση, πρέπει να λειτουργούν συμπληρωματικά κάτι σαν κομμάτια ενός παζλ που μόνο εάν μπουν μαζί με τα άλλα συνθέτουν μια πληρότητα. Το πρόβλημα είναι ότι όλες οι γνωστές θρησκείες, τουλάχιστον οι μονοθεϊστικές έρχονται με μία απόλυτη και ολοκληρωτική πεποίθηση περί αλήθειας καθώς επίσης και με μία πλήρη πρόταση ζωής. Δηλαδή θεωρούν ότι είναι όλο το παζλ και όχι απλά κομμάτια του.  Μία άλλη εκδοχή της ίδιας στρατηγικής είναι η άποψη ότι τελικά όλες οι θρησκείες πάνω κάτω λένε το ίδιο και είναι το ίδιο. Πως υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής, ένας πανανθρώπινος πυρήνας αλήθειας που είναι κοινός και αποδεκτός από όλους.  Με τα λόγια ενός αρχαίου σοφού: “οι λάμπες μπορεί να διαφέρουν το φως όμως είναι το ίδιο”. Αντιλήψεις όμως όπως κι αυτή τελικά πάσχουν από την ίδια ρομαντική αισιοδοξία που χαρακτήριζε πολλούς στοχαστές του Διαφωτισμού οι οποίοι πίστευαν ότι όλοι οι άνθρωποι  θέλουν την ευημερία τους και ότι υπάρχει ένα οικουμενικά αποδεκτό όραμα για το “κοινό καλό” που μόλις οι άνθρωποι αντιληφθούν θα το επιδιώξουν, κάτι που αναπόφευκτα θα οδηγούσε στο τέλος της ιστορίας. Σήμερα όμως, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, παραμένουμε σε έναν κόσμο θρυμματισμένο και διαιρεμένο ανάμεσα σε ανταγωνιστικές ιδεολογίες και εσχατολογίες.

Επιστρέφουμε λοιπόν στο ερώτημα. Πώς ζούμε μαζί με ανθρώπους και ομάδες άλλων θρησκειών λαμβάνοντας υπόψη μας ότι συχνά αυτό σημαίνει διαφορές που είναι απόλυτες, ολικές και αγεφύρωτες; Η πρόταση που θα παρουσιάσω γεννιέται από ένα πλέγμα αρχών που συνδέονται με τη χριστιανική μου πίστη και παράδοση. Αυτές παρουσιάζονται με ευκρίνεια στο βιβλίο Public Faith, του Miroslav Volf, Κροάτη διαμαρτυρόμενου καθηγητή θεολογίας στο Yale. Εκεί βρίσκουμε τέσσερις βασικές θέσεις – αρχές που μαζί συνθέτουν το αναγκαίο θεολογικό πλαίσιο μιας χριστιανικής πρότασης: 

  1. Επειδή υπάρχει ένας Θεός όλοι οι άνθρωποι έχουν κοινή καταγωγή και για αυτό ίδια αξία
  2. Η κεντρική ηθική επιταγή της Βίβλου είναι να αγαπούμε τον πλησίον μας ως εαυτόν δηλαδή σύμφωνα με τον χρυσό κανόνα να τον μεταχειριζόμαστε όπως θα θέλαμε να μας μεταχειριστεί κι αυτός
  3. Δεν πρέπει να διεκδικουμε για τους εαυτούς μας ή για την ομάδα μας δικαιώματα που δεν είμαστε πρόθυμοι να δώσουμε και στους άλλους
  4. Η θρησκεία, είτε ως στάση καρδιάς, είτε ως εξωτερική πρακτική δεν μπορεί να επιβληθεί σε κάποιον

Εύκολα ελπίζω ότι παρατηρούμε ότι αυτές οι αρχές δίνουν το πλαίσιο για κάτι αρκετά διαφορετικό από την “ανεκτικότητα”. Όπως ορθά σημειώνει ο γνωστός ευαγγελικός κοινωνικός αναλυτής Os Guiness η γλώσσα της ανεκτικότητας παραπέμπτει σε μία συγκατάβαση. Είναι μία χειρονομία δήθεν γενναιοδωρίας του δυνατού προς τον αδύνατο. Αυτού που κατέχει εξουσία προς τον ανίσχυρο. Της πλειοψηφίας προς την μειονότητα. Η ίδια η γλώσσα της ανεκτικότητας μεταφέρει την συζήτηση στο πεδίο άσκησης εξουσίας.  Η χριστιανική πρόταση πρέπει να είναι κάτι διαφορετικό, είναι η “φιλοξενία”. Η φιλοξενία δεν ακυρώνει την απόσταση και τη διαφορετικότητα, τουναντίον την προϋποθέτει. Για να υπάρχει φιλοξενία πρέπει να υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ του οικείου και του ξένου, του όμοιου και του διαφορετικού. Ταυτόχρονα όμως προϋποθέτει την πρόθυμη προσφορά χώρου και την ενεργητική έκφραση αγάπης. Στην καρδιά της χριστιανικής θεολογίας υπάρχει η πίστη ότι ο Θεός αγάπησε τον κόσμο και ότι ο Χριστός πέθανε από αγάπη για τους αμαρτωλούς (Ιωάννης 3:16, Ρωμ. 5:6). Έτσι οι Χριστιανοί μαθαίνουν να αγαπούν όχι μόνο τον πλησίον τους αλλά και τον εχθρό τους. Η αγάπη έτσι εξ ορισμού δεν σημαίνει συμφωνία και επιδοκιμασία. Σημαίνει υπέρβαση, προσφορά, υπηρεσία και ευσπλαχνία. Σημαίνει το να μοιραστείς το ίδιο τραπέζι για να φας μαζί με τον άλλο, είτε αυτός είναι φαρισαίος, είτε τελώνης.  read more

Οι “έξωθεν”

Οι “έξωθεν”

Πήρα να διάβασω ξανά την κλασσική διατριβή του Μεγ. Αθανασίου Περί Ενανθρωπήσεως για άλλους λόγους. Την προσοχή μου τράβηξε ένα μικρό σχόλιο με το οποίο ξεκινά την παράγραφο 25. Από την παράγραφο 19 μέχρι και την 24 ασχολείται με κάτι που προφανώς παρεκκλίνει από την βασική προσέγγιση και μεθοδολογία του. Αντί να μείνει σε αυτό που έγινε, στο ιστορικό γεγονός, στην οικονομία των θείων ενεργειών – στην ενότητα αυτήν καταπιάνεται με ερωτήματα του είδους “τι θα γινόταν εάν”. Ασχολείται έτσι με το ερώτημα γιατί ο Χριστός πέθανε με τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο πέθανε και όχι αλλιώς. Τι θα γινόταν εάν ο Χριστός δεν σταυρωνόταν από τους Ιουδαίους στα χρόνια του Πόντιου Πιλάτου αλλά πέθαινε με κάποιον άλλον τρόπο; Ασχολείται λοιπόν με τα ερωτήματα αυτά προσπαθώντας να δώσει απαντήσεις, να επιχειρηματολογήσει εξηγώντας ότι ο Σταυρός ήταν ο μόνος ταιριαστός θάνατος που εκπληρώνει αυτό που ο Χριστός ήρθε να κάνει. Ολοκληρώντας την συζήτησή του αυτή και επιστρέφοντας στο θέμα του κάνει το εξής σχόλιο: “Και αυτά μεν προς τους μη Χριστιανούς οι οποίοι συνεχώς επιστρατεύουν επιχειρήματα” (Περί Ενανθρωπίσεως, 25). Εξηγεί στους αναγνώστες του ότι έκανε μία παρέκκλιση για χάρη των “έξωθεν”, όπως γράφει στο πρωτότυπο κείμενο. Αν και το κεντρικό ακροατήριό του είναι οι “έσω” δεν χάνει από το οπτικό του πεδίο του “έξωθεν” των οποίων τις ερωτήσεις ή τις αντιρρήσεις προσπαθεί να υποθέσει και να απαντήσει. Εδώ έχουμε μία από τις πιο σημαντικές  αρχές που πρέπει να χαρακτηρίζουν τον “δημόσιο λόγο” μας με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το κήρυγμα. Καλούμαστε να μιλούμε έχοντας στο νου μας και τους “έξωθεν”. Ποιες θα είναι οι πιθανές αντιρρήσεις τους; Ποια ίσως είναι τα σημεία που δεν θα καταλάβουν; Πού θα συμφωνήσουν και που θα διαφωνήσουν; Και πώς μπορούμε όλα αυτά όχι μόνο να τα προβλέψουμε αλλά και να τα συμπεριλάβουμε στην παρουσίασή μας; Αυτό δεν είναι μία στρατηγική που υποκινείται από σκοπιμότητα αλλά μία πράξη φιλοξενίας και ευγένειας προς αυτόν που δεν ανήκει στην “κοινότητά” μας. 

“Βατράχια και πελαργοί” – Περί πολιτικής

“Βατράχια και πελαργοί” – Περί πολιτικής

Γράφοντας ένα άρθρο για την πολιτική θεωρία των Μεταρρυθμιστών διάβασα το βιβλίο “Για την Εγκόσμια Εξουσία” του Μαρτίνου Λούθηρου που έχουμε την τύχη να είναι μεταφρασμένο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις. Είναι χαρακτηριστικός ο υπότιτλός του: “Για την εγκόσμια εξουσία: και μέχρι που εκτείνεται η υπακοή μας σε αυτήν”.

Ένα από τα βασικά σημεία της ανάλυσης του μεγάλου Μεταρρυθμιστή είναι ότι η εξουσία έχει όρια και το ίδιο έχει και η δική μας υπακοή σε αυτήν. Κεντρικό σημείο της θεώρησης του Λουθήρου είναι η διδασκαλία των “δύο βασιλείων”. Υπάρχει το βασίλειο του Θεού που αφορά τους πιστούς και το βασίλειο του κόσμου που αφορά όλους τους άλλους. Αυτά τα δύο είναι διακριτά και διαχωρισμένα. Πρέπει να πω ότι η θέση αυτή έχει τα όρια της και ότι τροποποίηθηκε ουσιαστικά από άλλους Αναμορφωτές. Όμως μέσα στο πλαίσιο της ανάλυσης του Λουθήρου παραμένει χρήσιμη καθώς μας βοηθά να θέσουμε “όρια” σε αυτά που αφορούν το ανθρώπινο βασίλειο και την ανθρώπινη εξουσία και διακυβέρνηση. Έτσι υποστηρίζει ότι, “η εγκόσια εξουσία διέπεται από νόμους που δεν μπορούν να εφαρμοστούν παρά επάνω στο σώμα, στα περιουσιακά αγαθά και καθετί επίγειο, στα εξωτερικά δηλαδή πράγματα. Όμως ό,τι αφορά την ψυχή, ο Θεός δεν μπορεί αλλά και δεν θέλει να αφήσει σε κανέναν άλλο το δικαίωμα της διακυβέρνησης” (σελ. 88). Βέβαια η βασική αναφορά του Λουθήρου εδώ αφορά στην απόρριψη κάθε επιβολής που αφορά στο θέμα της πίστης. Η πίστη και τα δόγματα δεν είναι κάτι που η εξουσία έχει δικαίωμα να επιβάλλει στους ανθρώπους. Έχει όμως και γενικότερη εφαρμογή καθώς θέτει ένα όριο στη δικαιοδοσία της. Επίσης η αναφορά του Λουθήρου αποτελεί και μία προδειδοποίηση προς τον άνθρωπο να μην δώσει στην εξουσία περισσότερη σημασία από αυτήν που της αρμόζει. Γράφει ότι αν η κοσμική εξουσία σε πρόσταζε κάτι που αφορά την ψυχή σου εσύ πρέπει να απαντήσεις, “ο εωσφόρος δεν έχει το δικαίωμα να έχει το θρόνο του δίπλα στο Θεό. Κύριέ μου, σας οφείλω υπακοή σε ό,τι αφορά το σώμα μου και τα αγαθά μου. Δώστε μου διαταγές μέσα στα όρια της επί της γης εξουσίας σας και θα σας υπακούσω. Αλλ’ εάν με διατάξετε να πιστέψω ετούτο ή εκείνο, και να αποχωριστώ τα βιβλά, δεν θα υπακούσω διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα ενεργούσατε σαν τύραννος, θα υπερβαίνατε τα δικαιώματά σας και θα δίνατε διαταγές εκεί όπου ούτε η δικαιοδοσία σας, ούτε η εξουσία σας θα σας επέτρεπε να το κάνετε” (σελ 99).

Ο Λούθηρος γενικά δεν έχει μια θετική εκτίμηση για τους επίγειους ηγέτες. Γράφει, “πρέπει άλλωστε να γνωρίζεις ότι από αρχής κόσμου ένας σοφός ηγεμόνας υπήρξε πάντοτε ένα σπάνιο είδος και ένας ευσεβής ηγεμόνας κάτι το ακόμη πιο σπάνιο. Εν γένει, οι ηγεμόνες είναι οι μεγαλύτεροι ανόητοι ή οι χειρότεροι αλήτες πάνω στη γη. Γι’ αυτό πρέπει να περιμένει κανείς εκ μέρους τους το χειρότερο και να μην ελπίζει τίποτα το καλό, ιδίως όσον αφορά τις πνευματικές υποθέσεις που έχουν να κάνουν με τη σωτηρία της ψυχής” (σελ. 101). Βέβαια ο λαός αξίζει τους ηγεμόνες του. Ή όπως γράφει, με το κλασσικό ύφος του, “στα βατράχια, πελαργοί αξίζουν για βασιλιάδες” (σελ. 102). Σε κάθε περίπτωση η επίγεια εξουσία είναι ένα αναγκαίο κακό. Γιατί “εάν όλος ο κόσμος είχε αληθινούς χριστιανούς, δηλαδή αληθινούς πιστούς, δεν θα ήταν καθόλου απαραίτητο ούτε και χρήσιμο να υπάρχουν ηγεμόνες, ρομφαίες και νόμοι” (σελ. 58). Αλλά επιεδή ζούμε στον κόσμο που ζούμε “ο χριστιανός υποτάσσεται εθελουσίως στην εξουσία της ρομφαίας, πληρώνει τους φόρους, τιμά τις αρχές, υπηρετεί, βοηθά και κάνει ότι ο ίδιος μπορεί ώστε να διασωθεί ο σεβασμός και ο φόβος της εξουσίας” (σελ. 67).

Αν και ο Λούθηρος χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις στην στάση του και παρά το γεγονός ότι δεν ανέπτυξε μια συνεπή και ολοκληρωμένη πολιτική θεολογία είναι χρήσιμο να ακούσουμε αυτά που μας λέει όταν γράφει ότι, “η ψυχή δεν βρίσκεται στην εξουσία του Καίσαρα, ο οποίος δεν μπορεί ούτε να τη διδάξει, ή να την καθοδηγήσει, ούτε να τη σκοτώσει, ή να της δώσει ζωή, ούτε να τη δέσει, ή να τη λύσει, ούτε να τη δικάσει, ή να την καταδικάσει, ούτε να την κρατήσει, ή να την αφήσει ελεύθερη” (σελ. 98). Για αυτό όπως συχνά λέμε, “ψηφίστε με τα χέρια σας όχι με την ψυχή σας”! Ας ψηφίσουμε αναγνωρίζοντας τα όρια των ανθρώπινων λύσεων και διακηρύττοντας την απόλυτη εμπιστοσύνη μας στην πρόνοια και κυριαρχία του Θεού για τη ζωή μας!

Pin It on Pinterest