210 32 31 079 [email protected]

Η μητέρα μου είναι ο άνθρωπος με τη μεγαλύτερη επιρροή στη ζωή μου. Ο Θεός την χρησιμοποίησε με θαυμαστούς τρόπους, οι οποίοι με οδήγησαν τελικά να γνωρίσω τον Χριστό. Ήταν αυτή που έθεσε τα θεμέλια και έκανε στα μάτια μου τον χριστιανισμό κατανοητό και, σταδιακά, ελκυστικό. Είμαι σίγουρος ότι η ιστορία μου μοιάζει με την ιστορία πολλών ανθρώπων, που ο Θεός εργάστηκε μέσα από τη διαπαιδαγώγηση και την καθοδήγηση των γονέων τους.

Ωστόσο, υπάρχει ένα στοιχείο που διαφοροποιεί τη δική μου ιστορία απ’ όλες τις άλλες. Η μητέρα μου δεν είναι χριστιανή!

Κατά την παιδική μου ηλικία, η μητέρα μου ήταν άθεη και καθώς μεγάλωνα, παρουσίαζε την εκκλησία ως τιμωρία. Μάλιστα, μας απειλούσε με τα αδέλφια μου ότι σε περίπτωση που συμπεριφερόμασταν άσχημα, θα μας πήγαινε στην εκκλησία. Ωστόσο, από πολλές απόψεις, ο τρόπος που μας μεγάλωσε πρόδιδε την «εξάρτησή» της από μια χριστιανική θεώρηση της πραγματικότητας.

Μεγαλώσαμε με την ακλόνητη πεποίθηση πως ζούμε σε έναν ηθικά πεσμένο κόσμο, όπου το κακό προέρχεται από τον κόσμο τριγύρω μας και δεν είναι μια συνθήκη που εμείς επιβάλλουμε σε αυτόν. Ακούγαμε πως δεν είμαστε εμείς οι πιο σπουδαίοι άνθρωποι, αλλά πως αποτελούμε μέρος ενός ευρύτερου δικτύου ανθρώπων, εξίσου σημαντικών με εμάς. Η μητέρα μου ήξερε πως ο καλύτερος και γεμάτος αγάπη τρόπος για να μας μεγαλώσει ήταν με το να μας διδάξει πως δεν είμαστε εμείς το κέντρο του κόσμου. 

Στην οικογένειά μου το επίκεντρο δεν ήταν τα παιδιά!

Αυτή η πραγματικότητα γινόταν ξεκάθαρη στις αποφάσεις που έπαιρνε η μητέρα μου όσο μεγάλωνα. Ενώ φρόντιζε για πράγματα που ήθελα, αυτό που την ενδιέφερε περισσότερο ήταν τι είχα πραγματικά ανάγκη. Εάν μαλώναμε με τα αδέλφια μου, τίποτα απ’ όσα έλεγα δε θα άλλαζε τη στάση της απέναντί μου. Το επίκεντρο του σπιτιού μας δεν ήταν οι επιθυμίες μου, αλλά η σταθερή πραγματικότητα του κόσμου μέσα στον οποίο ζούσα. 

Μεγάλωσα και έμαθα να τρώω υγιεινά, να κάνω τα μαθήματά μου με το που επέστρεφα στο σπίτι και να κοιμάμαι οκτώ με εννιά ώρες κάθε βράδυ. Μπορεί να μην εκτιμούσα πάντοτε τη σοφία αυτών των κανόνων, αλλά ακόμα κι ως παιδί, καταλάβαινα, τουλάχιστον θεωρητικά, πως υπήρχαν για το καλό μου. 

Αυτό ήταν σημαντικό τουλάχιστον για δύο λόγους: Πρώτον, έμαθα πως υπάρχει νόημα και συνοχή στον κόσμο γύρω μου. Δε ζούσα με το βάρος να βρω εγώ το νόημα σε έναν κόσμο που μοιάζει κενός νοήματος, αλλά είχα την ευθύνη να ζήσω με σοφία (τουλάχιστον να ακολουθήσω τη σοφία που μου μετέδιδαν οι γονείς μου) σε έναν κόσμο που είναι ήδη γεμάτος με νόημα και ουσία. Δεύτερον, κατάλαβα πως δεν γνωρίζω τα πάντα. Πάντοτε θα υπάρχει ένα κομμάτι γνώσης που θα μου είναι άγνωστο. Αυτή η συνειδητοποίηση με ταπείνωσε και με έκανε πιο προσεκτικό όσο αξιολογούσα τις ιδέες των άλλων. Σταδιακά, αυτή η πεποίθηση πως δε γνωρίζω τα πάντα, με ώθησε ώστε να επεξεργαστώ τις αξίες και τις αρχές του Χριστιανισμού, ακόμη κι αν ήταν εντελώς ξένες προς εμένα. 

Στην οικογένειά μου είχαμε βαθιά ηθικές αρχές!

Η μητέρα μου πάντοτε στηριζόταν σε θεμελιώδεις χριστιανικές αρχές περί ηθικής. Όταν ήμουν δέκα ετών, ήμουν ένας μικρός φιλόσοφος που ανακάλυπτα το νόημα της ζωής σε έναν κόσμο χωρίς τον Θεό. Κάποια στιγμή είχα πει με αυτοπεποίθηση στη μαμά μου πως ο σκοπός της ζωής ήταν η επιδίωξη της ευτυχίας. Ήμουν βέβαιος πως, σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει καμία υπερβατική δύναμη στην οποία είμαι υπόλογος, αυτή ήταν η μόνη λογική απάντηση σχετικά με το πραγματικό νόημα της ζωής.  

Όμως, σύντομα η μαμά μου φρόντισε να μου εξηγήσει πως το νόημα της ζωής δεν είναι απλώς να κάνω ευτυχισμένο τον εαυτό μου. Αντίθετα, η ζωή αποκτά ουσία όταν βοηθάς άλλους και κάνεις τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος. Σίγουρα, η ευτυχία έχει τη θέση της μέσα σε αυτό το σχέδιο, όμως δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ο υπέρτατος σκοπός. Τα λόγια της ήταν αληθινά, μολονότι δυσκολευόμουν να θεμελιώσω και να στερεώσω κάπου όλες αυτές τις ιδέες. 

Δεν ξέρω εάν ακόμα κι η μητέρα μου μπορούσε να εξηγήσει πού βασίζονται οι απόψεις της περί ηθικής. Όπως και να ΄χει, αυτή η συζήτηση έφερε το πρώτο «χτύπημα» στην άθεη κοσμοθεωρία μου και προετοίμασε το έδαφος, όπου αργότερα θα έπεφτε και θα ρίζωνε ο σπόρος του ευαγγελίου. 

Στην οικογένειά μου μάθαμε να ακούμε!

Εξαιτίας του τρόπου που με μεγάλωσε η μητέρα μου, κάποια στιγμή κατάλαβα τον κόσμο γύρω μου με έναν εντελώς ασύμβατο τρόπο συγκριτικά με τις δικές μου (και τις δικές της) πεποιθήσεις. Καθώς σιγά σιγά άρχισε να κατεδαφίζεται το οικοδόμημα της αθεΐας μου, έψαχνα άλλες κοσμοθεωρίες ικανές να εξηγήσουν τον κόσμο στον οποίο ζούσα. Όταν ήμουν δεκαπέντε ετών κι όταν πια ο Θεός με είχε φέρει σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπορώ να κατανοήσω το μήνυμα του ευαγγελίου, ο Κύριος με οδήγησε σε μια εκκλησία, όπου άκουσα την αληθινή ιστορία του κόσμου.  

Ο πλούτος του ευαγγελίου μού έδωσε όλα τα απαραίτητα εφόδια, ώστε να κατανοήσω και να εξηγήσω τον κόσμο με έναν τρόπο που αιτιολογούσε και δικαιολογούσε την ύπαρξή μου. Το ευαγγέλιο με ώθησε να εξερευνήσω τη εικόνα του κόσμου που περιγράφει ο Θεός στον Λόγο Του και που διαφέρει από όλες τις άλλες κοσμοθεωρίες. Σταδιακά, ο Χριστός με βεβαίωσε πως αυτή η εικόνα είναι η μόνη αληθινή.  

Μέχρι τώρα, η μητέρα μου δεν έχει πάρει την απόφαση να ακολουθήσει τον Χριστό, πράγμα που με γεμίζει παράλληλα με λύπη αλλά και ελπίδα. Παραμένει, όμως, αυτή που σε μεγάλο βαθμό πυροδότησε την πρώτη σπίθα, ώστε αργότερα να ανάψει η φλόγα του Ευαγγελίου. Ήταν αυτή που μου έμαθε να κοιτάω τον κόσμο με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη βγάζει κανένα νόημα χωρίς την παρουσία του Θεού μέσα σε αυτόν. 

από τον Mason Jones | πηγή: thegospelcoalition.org

Pin It on Pinterest