Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία που έκανε ο ποιμένας της εκκλησίας μας Γιώτης Κανταρτζής στην εκδήλωση για το “Έτος της Ανεκτικότητας” που οργάνωσε στην Αθήνα η πρεσβεία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (η εικόνα είναι το λογότυπο του έτους Ανεκτικότητας που εορτάζουν οι χώρες του Κόλπου).
Ένα από τα πιεστικότερα και πλέον επίκαιρα ερωτήματα με τα οποία καλούμαστε να αναμετρηθούμε είναι το πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε μαζί και από κοινού με ανθρώπους και ομάδες με τους οποίους έχουμε βαθιές θρησκευτικές διαφορές. Η μετανάστευση και στην περίπτωσή μας η προσφυγική κρίση, η οικονομική παγκοσμιοποίηση αλλά και η εποχή του διαδικτύου μείωσε τις αποστάσεις και μας έφερε σε άμεση επαφή και διάδραση με λαούς, πολιτισμούς και παραδόσεις που στο παρελθόν θα μας ήταν άγνωστοι ή έστω γνωστοί από απόσταση. Πώς λοιπόν μπορούμε να συνυπάρξουμε ειρηνικά;
Πριν περάσω να παρουσιάσω μια πρόταση που αναφύεται μέσα από τις ρίζες της δικής μου θρησκευτική παράδοσης – δηλαδή της χριστιανικής – θα ήθελα να σχολιάσω μερικές άλλες εναλλακτικές οι οποίες υποστηρίζονται από πολλούς και οι οποίες πρέπει κατά τη γνώμη μου να απορριφθούν.
Η πιο χαρακτηριστική σύγχρονη πρόταση για οικοδόμηση κοινωνιών ανοχής είναι ο περιορισμός της θρησκευτικής έκφρασης στον χώρο του ιδιωτικού. Είναι η απώθησή της από κάθε δημόσια εκδήλωση δημιουργώντας έτσι αυτό που διάφοροι κοινωνιολόγοι ονόμασαν “απογυμνωμένη δημόσια σφαίρα” (naked public square ή κατά άλλους empty public square). Σε αυτήν την αντίληψη, ιδιαίτερα διαδεδομένη στο περιβάλλον της δυτικής εκκοσμίκευσης, κεντρικής σημασίας είναι ένα συγκεκριμένο αφήγημα. Σύμφωνα με αυτό η εμφάνιση του Προτεσταντισμού ως άλλου θρησκευτικού πόλου γέννησε μία σειρά θρησκευτικών πολέμων κατά τον 16ο και 17ο αιώνα στην Ευρώπη στους οποίους χριστιανοί διαφορετικών δογμάτων σκότωναν ο ένας τον άλλο λόγω των θεολογικών διαφορών τους. Αυτό το αιματοκύλησμα τελικά σταμάτησε με την εμφάνιση του σύγχρονου έθνους στο οποίο οι θρησκευτικές πεποιθήσεις περιθωριοποιούνται, η νομιμοφροσύνη μεταφέρεται από την εκκλησία στην πολιτεία και το μονοπώλειο της βίας δίνεται στο κράτος. Έτσι το ά-θρησκο κράτος είναι η λύση που δαμάζει τον φανατισμό και τη βία που γεννά η θρησκεία. Η αφήγηση αυτή, ή σύμφωνα με τον William T. Cavanaugh “ο μύθος της θρησκευτικής βίας” έχει χαρακτηριστικά κοσμογονίας και σωτηριολογίας. Δηλαδή, είναι η αφήγηση του πώς ένα αρχέγονο χάος ρυθμίστηκε και οργανώθηκε μέσα από την εμφάνιση μιας θρησκευτικά απογυμνωμένης δημόσιας σφαίρας. Όπως όμως δείχνει ο Cavanaugh το αφήγημα αυτό δεν είναι ούτε αθώο ούτε αμερόληπτο και σίγουρα δεν είναι ιστορικά ορθό. Η θρησκεία και η πολιτική συμπλέκονται και διαπλέκονται με πολλούς και διάφορους τρόπους και ακολουθώντας διάφορες διαδρομές. Η στρατηγική αυτή λοιπόν προτείνει ότι ο δρόμος προς την ανεκτικότητα είναι με τον περιορισμό και την οριοθέτηση της θρησκευτικότητας.
Μία άλλη στρατηγική στην επιδίωξη ανοχής είναι η θρησκευτική σχετικοποίηση. Αναφέρομαι εδώ στον γνωστό ελέφαντα που διάφοροι τυφλοί ψηλαφούν και περιγράφουν δίνοντας ο καθένας όπως είναι αναπόφευκτο ένα μόνο μέρος της μεγάλης αλήθειας. Οι διάφορες θρησκείες, σύμφωνα με αυτήν την θεώρηση, πρέπει να λειτουργούν συμπληρωματικά κάτι σαν κομμάτια ενός παζλ που μόνο εάν μπουν μαζί με τα άλλα συνθέτουν μια πληρότητα. Το πρόβλημα είναι ότι όλες οι γνωστές θρησκείες, τουλάχιστον οι μονοθεϊστικές έρχονται με μία απόλυτη και ολοκληρωτική πεποίθηση περί αλήθειας καθώς επίσης και με μία πλήρη πρόταση ζωής. Δηλαδή θεωρούν ότι είναι όλο το παζλ και όχι απλά κομμάτια του. Μία άλλη εκδοχή της ίδιας στρατηγικής είναι η άποψη ότι τελικά όλες οι θρησκείες πάνω κάτω λένε το ίδιο και είναι το ίδιο. Πως υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής, ένας πανανθρώπινος πυρήνας αλήθειας που είναι κοινός και αποδεκτός από όλους. Με τα λόγια ενός αρχαίου σοφού: “οι λάμπες μπορεί να διαφέρουν το φως όμως είναι το ίδιο”. Αντιλήψεις όμως όπως κι αυτή τελικά πάσχουν από την ίδια ρομαντική αισιοδοξία που χαρακτήριζε πολλούς στοχαστές του Διαφωτισμού οι οποίοι πίστευαν ότι όλοι οι άνθρωποι θέλουν την ευημερία τους και ότι υπάρχει ένα οικουμενικά αποδεκτό όραμα για το “κοινό καλό” που μόλις οι άνθρωποι αντιληφθούν θα το επιδιώξουν, κάτι που αναπόφευκτα θα οδηγούσε στο τέλος της ιστορίας. Σήμερα όμως, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, παραμένουμε σε έναν κόσμο θρυμματισμένο και διαιρεμένο ανάμεσα σε ανταγωνιστικές ιδεολογίες και εσχατολογίες.
Επιστρέφουμε λοιπόν στο ερώτημα. Πώς ζούμε μαζί με ανθρώπους και ομάδες άλλων θρησκειών λαμβάνοντας υπόψη μας ότι συχνά αυτό σημαίνει διαφορές που είναι απόλυτες, ολικές και αγεφύρωτες; Η πρόταση που θα παρουσιάσω γεννιέται από ένα πλέγμα αρχών που συνδέονται με τη χριστιανική μου πίστη και παράδοση. Αυτές παρουσιάζονται με ευκρίνεια στο βιβλίο Public Faith, του Miroslav Volf, Κροάτη διαμαρτυρόμενου καθηγητή θεολογίας στο Yale. Εκεί βρίσκουμε τέσσερις βασικές θέσεις – αρχές που μαζί συνθέτουν το αναγκαίο θεολογικό πλαίσιο μιας χριστιανικής πρότασης:
- Επειδή υπάρχει ένας Θεός όλοι οι άνθρωποι έχουν κοινή καταγωγή και για αυτό ίδια αξία
- Η κεντρική ηθική επιταγή της Βίβλου είναι να αγαπούμε τον πλησίον μας ως εαυτόν δηλαδή σύμφωνα με τον χρυσό κανόνα να τον μεταχειριζόμαστε όπως θα θέλαμε να μας μεταχειριστεί κι αυτός
- Δεν πρέπει να διεκδικουμε για τους εαυτούς μας ή για την ομάδα μας δικαιώματα που δεν είμαστε πρόθυμοι να δώσουμε και στους άλλους
- Η θρησκεία, είτε ως στάση καρδιάς, είτε ως εξωτερική πρακτική δεν μπορεί να επιβληθεί σε κάποιον
Εύκολα ελπίζω ότι παρατηρούμε ότι αυτές οι αρχές δίνουν το πλαίσιο για κάτι αρκετά διαφορετικό από την “ανεκτικότητα”. Όπως ορθά σημειώνει ο γνωστός ευαγγελικός κοινωνικός αναλυτής Os Guiness η γλώσσα της ανεκτικότητας παραπέμπτει σε μία συγκατάβαση. Είναι μία χειρονομία δήθεν γενναιοδωρίας του δυνατού προς τον αδύνατο. Αυτού που κατέχει εξουσία προς τον ανίσχυρο. Της πλειοψηφίας προς την μειονότητα. Η ίδια η γλώσσα της ανεκτικότητας μεταφέρει την συζήτηση στο πεδίο άσκησης εξουσίας. Η χριστιανική πρόταση πρέπει να είναι κάτι διαφορετικό, είναι η “φιλοξενία”. Η φιλοξενία δεν ακυρώνει την απόσταση και τη διαφορετικότητα, τουναντίον την προϋποθέτει. Για να υπάρχει φιλοξενία πρέπει να υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ του οικείου και του ξένου, του όμοιου και του διαφορετικού. Ταυτόχρονα όμως προϋποθέτει την πρόθυμη προσφορά χώρου και την ενεργητική έκφραση αγάπης. Στην καρδιά της χριστιανικής θεολογίας υπάρχει η πίστη ότι ο Θεός αγάπησε τον κόσμο και ότι ο Χριστός πέθανε από αγάπη για τους αμαρτωλούς (Ιωάννης 3:16, Ρωμ. 5:6). Έτσι οι Χριστιανοί μαθαίνουν να αγαπούν όχι μόνο τον πλησίον τους αλλά και τον εχθρό τους. Η αγάπη έτσι εξ ορισμού δεν σημαίνει συμφωνία και επιδοκιμασία. Σημαίνει υπέρβαση, προσφορά, υπηρεσία και ευσπλαχνία. Σημαίνει το να μοιραστείς το ίδιο τραπέζι για να φας μαζί με τον άλλο, είτε αυτός είναι φαρισαίος, είτε τελώνης.
Κλείνω με δύο προσωπικές εμπειρίες που φρονώ σχετίζονται με τη χριστιανική φιλόξενη στάση που πρέπει η εκκλησία να επιδιώκει. Μιλώντας πριν κάποια χρόνια με ένα πολιτικό πρόσωπο πρώτης γραμμής έλαβα την κλασσική ερώτηση: και τι μπορούμε να κάνουμε για την κοινότητά σας. Απάντησα, δυστυχώς αυτό που θα σας ζητήσω είναι πολύ δύσκολο και αμφιβάλλω εάν θα το κάνατε. Σαν καλή πολιτικός επέμεινε, “μα σας παρακαλώ πείτε μου”. Εντάξει τότε θα θέλαμε μία κοινωνία ανοιχτών ευκαιριών και ελευθερίας συνείδησης – μία δημόσια σφαίρα μέσα στην οποία μπορούν να βρουν χώρο και έκφραση όλες οι ομάδες ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση. Κρίνοντας από το αμήχανο βλέμμα μάλλον θα προτιμούσε να της έλεγα για αυτήν την θέση πάρκινγκ που δικαιούμαστε ως εκκλησία αλλά δυσκολευόμαστε να εξασφαλίσουμε…
Το δεύτερο, τα χρόνια της προσφυγικής κρίσης έχουμε την ευκαιρία να φιλοξενούμε δεκάδες οικογένειες στα “σπίτια ελπίδας”, σε τέσσερα διαμερίσματα που η εκκλησία μας χρησιμοποιεί για να προσφέρει στέγη σε προσφυγικές οικογένειες. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι φυσικά Μουσουλμάνοι. Κλείνοντας τη συνέντευξη πάντα τους λέμε, “θέλουμε να ξέρετε ότι αυτό το κάνουμε όχι επειδή είμαστε καλοί άνθρωποι ή έστω καλύτεροι από σας. Ούτε το κάνουμε γιατί περιμένουμε κάτι από σας. Το κάνουμε επειδή έχουμε γευθεί μια ριζοσπαστική αγάπη, τέτοια που δεν μας αφήνει παρά να δείχνουμε σε άλλους αγάπη”. Κι αυτή η αγάπη για εμάς τους χριστιανούς δεν είναι μία αφηρημένη έννοια αλλά έχει όνομα που φαντάζομαι πως όλοι σας καταλαβαίνετε ποιο είναι.