Μαρ 14, 2020 | Η εκκλησία, Κοινωνία, Χριστιανική Ζωή
Τον Αύγουστο του 1527 μ.Χ. στην Βιττεμβέργη εμφανίστηκε μία αναβίωση της επιδημίας του “μαύρου θανάτου” ή αλλιώς της “μαύρης” ή “βουβωνικής πανώλης”. Η γυναίκα του Λουθήρου, Καταρίνα φον Μπόρα, ήταν έγκυος. Αυτό όμως δεν τους εμπόδισε να μείνουν και να υπηρετήσουν όσους είχαν ανάγκη. Ποια ήταν η ποιμαντική συμβουλή του; Αξίζει να την διαβάσουμε και να την ακολουθούμε.
“Θα ζητήσω από τον Θεό να μας προστατέψει με το έλεός του. Μετά θα απολυμάνω, θα καθαρίσω τον αέρα, θα βοηθήσω ανθρώπους να πάρουν το φάρμακό τους και θα πάρω κι εγώ το δικό μου. Θα αποφύγω τόπους και πρόσωπα όπου η παρουσία μου δεν είναι απαραίτητη, ώστε να μην μολυνθώ κι ενδεχομένως να κάνω κακό και να μολύνω άλλους, κι έτσι να προκαλέσω τον θάνατό τους ως αποτέλεμα της αμέλειάς μου. Αν ο Θεός θέλει να με πάρει κοντά του, θα με βρει σίγουρα, και έχω κάνει αυτό που ανέμενε από μένα κι επομένως δεν ευθύνομαι ούτε για τον δικό μου θάνατο ούτε τον θάνατο άλλων. Αν παρ’ όλα αυτά ο γείτονάς μου με έχει ανάγκη, δεν θα αποφύγω τόπο ή πρόσωπο, θα πάω ελεύθερα όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Βλέπετε αυτή είναι μια τέτοιου είδους θεοσεβούμενη πίστη, γιατί δεν είναι ούτε εγωιστικά συντηρητική ούτε τολμηρά απερίσκεπτη, και δεν πειράζει τον Θεό.”
Luther’s Works; Vol. 43, σελ. 132
Νοέ 21, 2019 | Η εκκλησία, Χριστιανική Ζωή
Ομιλία στην εκδήλωση προς τιμή του αείμνηστου Άργου Ζωδιάτη που διοργανώθηκε από την Ευαγγελική Εκκλησία Κατερίνης το Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019
Με αφορμή το έργο του αείμνηστου Άργου Ζωδιάτη που ήταν κατεξοχήν έργο οραματιστικό θα ήθελα να σας καλέσω σε έναν γενικό αναστοχασμό περί οραματισμού. Διάλεξα αυτόν τον τίτλο γιατί αυτό που θα ήθελα να υποστηρίξω σήμερα είναι το ότι ο δρόμος του οραματιστή είναι γοητευτικός αλλά μπορεί να γίνει και επικίνδυνος. Θα ξεκινήσω με έναν ορισμό που μας δίνει ο Bill Hybels, ιδρυτής και μέχρι πρότινος ποιμένας της εμβληματικής εκκλησίας Willow Creek Community Church στο Illinois. Στο βιβλίο του Courageous Leadership ορίζει τον οραματισμό ως εξής: “Ο οραματισμός είναι μία εικόνα του μέλλοντος που γεννάει πάθος” (σελ. 32). Είναι μία εικόνα, ένα όνειρο, ένας πόθος για το μέλλον ο οποίος εμπνέει και φορτίζει με πάθοςτο παρόν. Ο ορισμός αυτός, γοητευτικός κι αυτός εκ πρώτης όψεως είναι όπως θα προσπαθήσω να δείξω, επισφαλής, δηλαδή κρύβει κινδύνους.
Ο πρώτος κίνδυνος είναι να μπερδέψουμε την προσωπική φιλοδοξία με τον οραματισμό. Ο οραματισμός, λοιπόν, σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, αφορά σε μία εικόνα του μέλλοντος. Το ερώτημα είναι από πού και πώς προκύπτει αυτή η εικόνα; Πώς ξέρω ότι είναι μία αποκάλυψη του Θεού και όχι μία δική μου φιλοδοξία. Ο Νίκος Δήμου έγραψε το Ειρωνικό Νεοελληνικό Λεξικό διακωμωδώντας το πως συχνά κρύβουμε το τι πραγματικά θέλουμε να πούμε μέσα σε λέξεις ευηπόληπτες. Φοβάμαι ότι έχουμε και εμείς ένα παρόμοιο εκκλησιαστικό λεξικό. Για παράδειγμα, όταν κάποιος μας ζητήσει να κάνουμε κάτι εμείς λέμε “θα προσευχηθώ” και συχνά αυτό είναι ένας ευγενικός τρόπος για να πούμε “η απάντησή μου είναι όχι αλλά δεν θέλω να σου το πω ευθέως”. Ένα άλλο τέτοιο πολύ συχνό λεκτικό κόλπο είναι το να βαπτίζουμε φιλοδοξίες μας, επιθυμίες μας, ιδέες μας ακόμη και εμμονές μας ως “οραματισμούς”.
Ένας άλλος κίνδυνος είναι αυτός που “βλέπει” να υποτιμήσει και να περιφρονεί αυτούς που “δεν βλέπουν”. Το πρόβλημα με τους περισσότερους οραματιστές είναι ότι βλέπουν κάτι που δεν βλέπουν οι υπόλοιποι. Κάτι το οποίο ανήκει στο μέλλον προφανώς δεν υπάρχει στο παρόν. Και εδώ είναι που μπορεί τα πράγματα να στραβώσουν. Συχνά άνθρωποι του οράματος χάνουν την υπομονή τους και εύκολα κουράζονται με ανθρώπους που δεν μπορούν να δουν πέρα από το εδώ και το τώρα. Κάτι που πρέπει να θυμούνται οι οραματιστές είναι πως είναι πολύ δύσκολο να σύρουν κάποιους προς κάτι το οποίο δεν έχουν οι ίδιοι δει. Άρα είναι σημαντικό να κοντοσταθούν και να βοηθήσουν τους άλλους. Το πρόβλημα είναι ότι συχνά οι οραματιστές είναι ανυπόμονοι και θέλουν να φτάσουν στο μέλλον γρήγορα. Εδώ βέβαια ισχύει η γνωστή παροιμία, “αν θες να πας γρήγορα πήγαινε μόνος σου. Αν θες να πας μακριά πήγαινε μαζί με άλλους”.
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα ένα ακόμη πιο σοβαρό πρόβλημα είναι το να ταυτιστεί κάποιος τόσο πολύ με το όραμά του που να αντιμετωπίζει κάθε έναν που με κάποιον τρόπο το αμφισβητεί ως αντίπαλο και ως εχθρό. Επιστρέφοντας στον ορισμό του Hybels σας θυμίζω ότι μιλά για “πάθος” και το πάθος ως γνωστόν τυφλώνει και ηλεκτρίζει με ένταση τα πάντα. Γράφει ο Hybels σε ένα σημείο του βιβλίου του πως όταν κάποιοι ηγέτες στην εκκλησία του δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένοι με τον οραματισμό του τους είπε “είμαι αποφασισμένος να συμμορφωθούμε με το θεόσταλτο σχέδιο αυτής της εκκλησίας… εάν κάποιος από εσάς νιώθει απρόθυμος να ταυτιστεί με αυτό το σχέδιο τότε είστε ελεύθεροι να βρείτε μιαν άλλη εκκλησιαστική διακονία που θα μπορέσετε να υπηρετήσετε” (σελ. 64). Ο Hybels περιέλαβε αυτό το περιστατικό στο βιβλίο του ως κάτι το θετικό. Προσωπικά το διάβασα με τρόμο. Πόσο σημαντικό είναι να μπορούμε να δεχτούμε την αμφισβήτηση και τον αντίλογο όταν φυσικά αυτός είναι καλόβουλος και τεκμηριωμένος. Πόσο ανάγκη είναι να περιστοιχιστεί ο οραματιστής από ανθρώπους που θα του πουν με ειλικρίνεια και αγάπη αυτό που πιστεύουν. Σε μία συγκλονιστική σκηνή από τον Βασιλιά Ληρ ο Κεντ προσπαθεί να ορθώσει αντίλογο στην απόφαση του βασιλιά και να τον αποτρέψει από μία ανόητη απόφαση για να εισπράξει την μήνιν του Ληρ. Ενώ ετοιμάζεται να τον σκοτώσει του λέει “Σκότωσε τον γιατρό σου, μήπως έτσι γιατρέψεις την άθλια πάθησή σου!”
Ο τελευταίος κίνδυνος είναι το να μπερδέψουμε τον στόχο με τον δρόμο που μας οδηγεί εκεί. Τον σκοπό με τα μέσα εκπλήρωσής του. Μία από τις πιο χρήσιμες ιστορίες που διάβασα ποτέ μου ήταν για κάποια εταιρία που έκανε τρυπάνια. Κάλεσαν έναν σύμβουλο να τους βοηθήσει στον σχεδιασμό επειδή οι πωλήσεις τους δεν πήγαιναν καλά. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να τους ρωτήσει, τι είναι αυτό που κάνετε εδώ; Ποια είναι η αποστολή σας. Να φτιάχνουμε τρυπάνια, απάντησαν. Τότε εκείνος του είπε, όχι, η αποστολή σας είναι η τρύπα! Να φτιάχνετε τρύπες. Τα τρυπάνια είναι απλώς ένας τρόπος να το κάνετε. Ένας σημαντικός κίνδυνος για τους οραματιστές είναι να χάσουν το όραμα του τέλους, της μεγάλης εικόνας και να εγκλωβιστούν σε κάτι που απλά αφορά τον τρόπο, το μέσο και όχι τον σκοπό. Κοντολογίς εάν ο οραματιστής δεν είναι ευέλικτος μπορεί να γίνει εμμονικός, δύσκαμπτος και δυσάρεστος.
Άρα;
Άρα μάλλον χρειαζόμαστε ένα άλλο μοντέλο, μίαν άλλη προσέγγιση για να ορίσουμε την έννοια του οραματισμού. Ένα τρόπο που περιορίζει τους κινδύνους που μόλις αναφέραμε αλλά ταυτόχρονα αφήνει χώρο για να ανθίσουν και να καρπίσουν νέοι οραματισμοί. Έναν τέτοιο μας προσφέρει ένας άλλος ποιμένας, ο Τιμ Κέλλερ στο βιβλίο του Center Church. Εκεί προτείνει τον ακόλουθο ορισμό “ο θεολογικός οραματισμός είναι το όραμα του τι πρέπει να κάνεις με αυτό που πιστεύεις στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο που ζεις” (σελ. 18). Υπάρχει μία βασική δομική διαφορά σε αυτόν τον οραματισμό σε σχέση με τον προηγούμενο που εξετάσαμε. Στον πρώτο ξεκινούμε από το μέλλον, σε αυτόν ξεκινούμε από το παρελθόν. Ο οραματισμός δεν γεννιέται από μία εικόνα στο μέλλον αλλά από μία αλήθεια αποκαλυμμένη στο παρελθόν. Η ερώτηση κλειδί δεν είναι “τι θέλω να δω στο μέλλον” αλλά “τι σημαίνει αυτό που μου έχει παραδοθεί για το παρόν”; Ξεκινώ λοιπόν από την δογματική και δοσμένη αλήθεια και παλεύω με το ερώτημα τι σημαίνει αυτό για μένα στο εδώ και στο τώρα. Ο οραματισμός λοιπόν, είναι “μία πιστή αναδιατύπωση του ευαγγελίου με πλούσιες εφαρμογές και αναγωγές για την ζωή, διακονία και αποστολή σε ένα είδος πολιτισμού σε κάποια δεδομένη περιόδο στην ιστορία”. Ο οραματισμός λοιπόν γεννιέται καθώς εφαρμόζεις τις αρχές του ευαγγελίου σε μια συγκεκριμένη συγκυρία. Ένας τέτοιος ορισμός πιστεύω μας δίνει ένα καλύτερο πλαίσιο για να πορευθούμε. read more
Οκτ 14, 2019 | Εκκλησία και Πόλη, Πολιτισμός, Η εκκλησία, Κοινωνία
Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία που έκανε ο ποιμένας της εκκλησίας μας Γιώτης Κανταρτζής στην εκδήλωση για το “Έτος της Ανεκτικότητας” που οργάνωσε στην Αθήνα η πρεσβεία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (η εικόνα είναι το λογότυπο του έτους Ανεκτικότητας που εορτάζουν οι χώρες του Κόλπου).
Ένα από τα πιεστικότερα και πλέον επίκαιρα ερωτήματα με τα οποία καλούμαστε να αναμετρηθούμε είναι το πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε μαζί και από κοινού με ανθρώπους και ομάδες με τους οποίους έχουμε βαθιές θρησκευτικές διαφορές. Η μετανάστευση και στην περίπτωσή μας η προσφυγική κρίση, η οικονομική παγκοσμιοποίηση αλλά και η εποχή του διαδικτύου μείωσε τις αποστάσεις και μας έφερε σε άμεση επαφή και διάδραση με λαούς, πολιτισμούς και παραδόσεις που στο παρελθόν θα μας ήταν άγνωστοι ή έστω γνωστοί από απόσταση. Πώς λοιπόν μπορούμε να συνυπάρξουμε ειρηνικά;
Πριν περάσω να παρουσιάσω μια πρόταση που αναφύεται μέσα από τις ρίζες της δικής μου θρησκευτική παράδοσης – δηλαδή της χριστιανικής – θα ήθελα να σχολιάσω μερικές άλλες εναλλακτικές οι οποίες υποστηρίζονται από πολλούς και οι οποίες πρέπει κατά τη γνώμη μου να απορριφθούν.
Η πιο χαρακτηριστική σύγχρονη πρόταση για οικοδόμηση κοινωνιών ανοχής είναι ο περιορισμός της θρησκευτικής έκφρασης στον χώρο του ιδιωτικού. Είναι η απώθησή της από κάθε δημόσια εκδήλωση δημιουργώντας έτσι αυτό που διάφοροι κοινωνιολόγοι ονόμασαν “απογυμνωμένη δημόσια σφαίρα” (naked public square ή κατά άλλους empty public square). Σε αυτήν την αντίληψη, ιδιαίτερα διαδεδομένη στο περιβάλλον της δυτικής εκκοσμίκευσης, κεντρικής σημασίας είναι ένα συγκεκριμένο αφήγημα. Σύμφωνα με αυτό η εμφάνιση του Προτεσταντισμού ως άλλου θρησκευτικού πόλου γέννησε μία σειρά θρησκευτικών πολέμων κατά τον 16ο και 17ο αιώνα στην Ευρώπη στους οποίους χριστιανοί διαφορετικών δογμάτων σκότωναν ο ένας τον άλλο λόγω των θεολογικών διαφορών τους. Αυτό το αιματοκύλησμα τελικά σταμάτησε με την εμφάνιση του σύγχρονου έθνους στο οποίο οι θρησκευτικές πεποιθήσεις περιθωριοποιούνται, η νομιμοφροσύνη μεταφέρεται από την εκκλησία στην πολιτεία και το μονοπώλειο της βίας δίνεται στο κράτος. Έτσι το ά-θρησκο κράτος είναι η λύση που δαμάζει τον φανατισμό και τη βία που γεννά η θρησκεία. Η αφήγηση αυτή, ή σύμφωνα με τον William T. Cavanaugh “ο μύθος της θρησκευτικής βίας” έχει χαρακτηριστικά κοσμογονίας και σωτηριολογίας. Δηλαδή, είναι η αφήγηση του πώς ένα αρχέγονο χάος ρυθμίστηκε και οργανώθηκε μέσα από την εμφάνιση μιας θρησκευτικά απογυμνωμένης δημόσιας σφαίρας. Όπως όμως δείχνει ο Cavanaugh το αφήγημα αυτό δεν είναι ούτε αθώο ούτε αμερόληπτο και σίγουρα δεν είναι ιστορικά ορθό. Η θρησκεία και η πολιτική συμπλέκονται και διαπλέκονται με πολλούς και διάφορους τρόπους και ακολουθώντας διάφορες διαδρομές. Η στρατηγική αυτή λοιπόν προτείνει ότι ο δρόμος προς την ανεκτικότητα είναι με τον περιορισμό και την οριοθέτηση της θρησκευτικότητας.
Μία άλλη στρατηγική στην επιδίωξη ανοχής είναι η θρησκευτική σχετικοποίηση. Αναφέρομαι εδώ στον γνωστό ελέφαντα που διάφοροι τυφλοί ψηλαφούν και περιγράφουν δίνοντας ο καθένας όπως είναι αναπόφευκτο ένα μόνο μέρος της μεγάλης αλήθειας. Οι διάφορες θρησκείες, σύμφωνα με αυτήν την θεώρηση, πρέπει να λειτουργούν συμπληρωματικά κάτι σαν κομμάτια ενός παζλ που μόνο εάν μπουν μαζί με τα άλλα συνθέτουν μια πληρότητα. Το πρόβλημα είναι ότι όλες οι γνωστές θρησκείες, τουλάχιστον οι μονοθεϊστικές έρχονται με μία απόλυτη και ολοκληρωτική πεποίθηση περί αλήθειας καθώς επίσης και με μία πλήρη πρόταση ζωής. Δηλαδή θεωρούν ότι είναι όλο το παζλ και όχι απλά κομμάτια του. Μία άλλη εκδοχή της ίδιας στρατηγικής είναι η άποψη ότι τελικά όλες οι θρησκείες πάνω κάτω λένε το ίδιο και είναι το ίδιο. Πως υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής, ένας πανανθρώπινος πυρήνας αλήθειας που είναι κοινός και αποδεκτός από όλους. Με τα λόγια ενός αρχαίου σοφού: “οι λάμπες μπορεί να διαφέρουν το φως όμως είναι το ίδιο”. Αντιλήψεις όμως όπως κι αυτή τελικά πάσχουν από την ίδια ρομαντική αισιοδοξία που χαρακτήριζε πολλούς στοχαστές του Διαφωτισμού οι οποίοι πίστευαν ότι όλοι οι άνθρωποι θέλουν την ευημερία τους και ότι υπάρχει ένα οικουμενικά αποδεκτό όραμα για το “κοινό καλό” που μόλις οι άνθρωποι αντιληφθούν θα το επιδιώξουν, κάτι που αναπόφευκτα θα οδηγούσε στο τέλος της ιστορίας. Σήμερα όμως, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, παραμένουμε σε έναν κόσμο θρυμματισμένο και διαιρεμένο ανάμεσα σε ανταγωνιστικές ιδεολογίες και εσχατολογίες.
Επιστρέφουμε λοιπόν στο ερώτημα. Πώς ζούμε μαζί με ανθρώπους και ομάδες άλλων θρησκειών λαμβάνοντας υπόψη μας ότι συχνά αυτό σημαίνει διαφορές που είναι απόλυτες, ολικές και αγεφύρωτες; Η πρόταση που θα παρουσιάσω γεννιέται από ένα πλέγμα αρχών που συνδέονται με τη χριστιανική μου πίστη και παράδοση. Αυτές παρουσιάζονται με ευκρίνεια στο βιβλίο Public Faith, του Miroslav Volf, Κροάτη διαμαρτυρόμενου καθηγητή θεολογίας στο Yale. Εκεί βρίσκουμε τέσσερις βασικές θέσεις – αρχές που μαζί συνθέτουν το αναγκαίο θεολογικό πλαίσιο μιας χριστιανικής πρότασης:
- Επειδή υπάρχει ένας Θεός όλοι οι άνθρωποι έχουν κοινή καταγωγή και για αυτό ίδια αξία
- Η κεντρική ηθική επιταγή της Βίβλου είναι να αγαπούμε τον πλησίον μας ως εαυτόν δηλαδή σύμφωνα με τον χρυσό κανόνα να τον μεταχειριζόμαστε όπως θα θέλαμε να μας μεταχειριστεί κι αυτός
- Δεν πρέπει να διεκδικουμε για τους εαυτούς μας ή για την ομάδα μας δικαιώματα που δεν είμαστε πρόθυμοι να δώσουμε και στους άλλους
- Η θρησκεία, είτε ως στάση καρδιάς, είτε ως εξωτερική πρακτική δεν μπορεί να επιβληθεί σε κάποιον
Εύκολα ελπίζω ότι παρατηρούμε ότι αυτές οι αρχές δίνουν το πλαίσιο για κάτι αρκετά διαφορετικό από την “ανεκτικότητα”. Όπως ορθά σημειώνει ο γνωστός ευαγγελικός κοινωνικός αναλυτής Os Guiness η γλώσσα της ανεκτικότητας παραπέμπτει σε μία συγκατάβαση. Είναι μία χειρονομία δήθεν γενναιοδωρίας του δυνατού προς τον αδύνατο. Αυτού που κατέχει εξουσία προς τον ανίσχυρο. Της πλειοψηφίας προς την μειονότητα. Η ίδια η γλώσσα της ανεκτικότητας μεταφέρει την συζήτηση στο πεδίο άσκησης εξουσίας. Η χριστιανική πρόταση πρέπει να είναι κάτι διαφορετικό, είναι η “φιλοξενία”. Η φιλοξενία δεν ακυρώνει την απόσταση και τη διαφορετικότητα, τουναντίον την προϋποθέτει. Για να υπάρχει φιλοξενία πρέπει να υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ του οικείου και του ξένου, του όμοιου και του διαφορετικού. Ταυτόχρονα όμως προϋποθέτει την πρόθυμη προσφορά χώρου και την ενεργητική έκφραση αγάπης. Στην καρδιά της χριστιανικής θεολογίας υπάρχει η πίστη ότι ο Θεός αγάπησε τον κόσμο και ότι ο Χριστός πέθανε από αγάπη για τους αμαρτωλούς (Ιωάννης 3:16, Ρωμ. 5:6). Έτσι οι Χριστιανοί μαθαίνουν να αγαπούν όχι μόνο τον πλησίον τους αλλά και τον εχθρό τους. Η αγάπη έτσι εξ ορισμού δεν σημαίνει συμφωνία και επιδοκιμασία. Σημαίνει υπέρβαση, προσφορά, υπηρεσία και ευσπλαχνία. Σημαίνει το να μοιραστείς το ίδιο τραπέζι για να φας μαζί με τον άλλο, είτε αυτός είναι φαρισαίος, είτε τελώνης. read more
Ιούν 11, 2019 | Η εκκλησία
Το 24ο κεφάλαιο της Γένεσης μοιάζει να έχει ως θέμα του την απόκτηση νύφης για τον απόγονο του Αβραάμ. Αν το διαβάσουμε στατικά και μονοδιάστατα θα λέγαμε ότι αφηγείται το πώς ο Ισαάκ αποκτά νύφη, την Ρεβέκκα. Όμως οι ιστορίες της Βίβλου είναι μέρος μιας μεγαλύτερης αφήγησης. Όπως εξηγεί ο Χριστός στους μαθητές στην Εμμαούς (Λουκάς 24) όλη η Παλαιά Διαθήκη έχει Αυτόν ως θέμα. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε πως ναι, το θέμα της περικοπής αυτής είναι το πώς θα βρεθεί νύφη για τον απόγονο του Αβραάμ. Αυτό όμως δεν αφορά μόνο τον Ισαάκ και την Ρεβέκκα αλλά αφορά σε τελική ανάλυση ΤΟΝ απόγονο του Αβραάμ, δηλαδή τον Χριστό και ΤΗΝ νύφη του, δηλαδή την εκκλησία. Είναι ένα ακόμη επεισόδιο που οδηγεί στην εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού ότι ο απόγονος του Αβραάμ θα φέρει ευλογία στα έθνη. Στο Γένεσις 22:17 ο Θεός επαναλαμβάνει μία ακόμη φορά αυτήν την υπόσχεση στον Αβραάμ: “ευλογών θέλω σε ευλογήσει, και πληθύνων θέλω πληθύνει το σπέρμα σου ως τα άστρα του ουρανού και ως την άμμον την παρά το χείλος της θαλάσσης· και το σπέρμα σου θέλει κυριεύσει τας πύλας των εχθρών αυτού”. Για μία ακόμη φορά, όμως, η υπόσχεση “απειλείται”. Η Σάρα πεθαίνει. Ο Ισαάκ δεν είναι παντρεμένος. Και ο αναγνώστης αναρωτιέται μαζί με τον δούλο του Αβραάμ, άραγε θα βρεθεί γυναίκα που να είναι από τον τόπο του Αβραάμ και να θέλει να έρθει στην Χαναάν; Και τι θα γίνει εάν δεν θέλει; Το κεφ. 24 μας δείχνει το πώς ο Θεός μένει πιστός στην εκπλήρωση της υπόσχεσής Του. Ο Ισαάκ θα βρει την Ρεβέκκα. Η ιστορία συνεχίζεται! Δεν μας ξαφνιάζει λοιπόν το ότι η υπόσχεση που δοθηκε στον Αβραάμ στο κεφ. 22, επαλαμβάνεται τώρα στο κλείσιμο του κεφ. 24 ως ευλογία προς στην Ρεβέκκα. Διαβάζουμε στο εδ. 60, “Και ευλόγησαν την Ρεβέκκαν και είπον προς αυτήν, Αδελφή ημών είσαι, είθε να γείνης εις χιλιάδας μυριάδων, και το σπέρμα σου να εξουσιάση τας πύλας των εχθρών αυτού”. Όπως μας λέει ο απ. Παύλος ο απόγονος που υποσχέθηκε ο Θεός στον Αβραάμ ήταν τελικά ο Χριστός. Διαβάζουμε στην προς Γαλάτας 3:16, “Προς δε τον Αβραάμ ελαλήθησαν αι επαγγελίαι και προς το σπέρμα αυτού· δεν λέγει, Και προς τα σπέρματα, ως περί πολλών, αλλ’ ως περί ενός, Και προς το σπέρμα σου, όστις είναι ο Χριστός”
Εντύπωση προξενεί μία διατύπωση που βρίσκουμε και στην υπόσχεση στον Αβραάμ και στην Ρεβέκκα για τον απόγονό τους. Διαβάζουμε ότι αυτός θα κυριεύσει και θα εξουσιάσει τις πύλες των εχθρών του. Τι γίνεται με αυτήν την πτυχή της υπόσχεσης; Πώς εκπληρώνεται;
Στο ευαγγέλιο του Ματθαίου ο απόγονος του Αβραάμ, ο Ιησούς Χριστός υπόσχεται στην εκκλησία Του δια του Πέτρου, “εγώ δε σοι λέγω ότι συ είσαι Πέτρος, και επί ταύτης της πέτρας θέλω οικοδομήσει την εκκλησίαν μου, και πύλαι άδου δεν θέλουσιν ισχύσει κατ’ αυτής” (Ματθαίος 16:18). Η υπόσχεση εκπληρώνεται στην εμπειρία της εκκλησίας! Για τον Αβραάμ και την Ρεβέκκα η υπόσχεση είχε μία εγκόσμια εφαρμογή. Για μας ανεβαίνει κλίμακα. Δεν είναι οι πύλες επίγειων εχθρών αλλά οι πύλες του Άδη, του θανάτου, του σκότους και του κακού που δεν θα μπορέσουν να σταθούν μπροστά στην πορεία της εκκλησίας προς την εκπλήρωση των σχεδίων και βουλών του Θεού.