Ψαλμός 12
“Λιγόστεψαν οι αλήθειες” (εδ. 2 στους Εβδομήκοντα / ωλιγώθησαν αι αλήθειαι) και περίσσεψαν τα ψέματα, τα απατηλά και δόλια λόγια, οι κομπασμοί. Μέσα σε αυτήν την συνθήκη βρίσκει τον εαυτό του ο Ψαλμωδός. Τα αμαρτωλά χείλη είναι ένα από τα προβλήματα που ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ταλαιπωρεί τον Ψαλμωδό και παραπονιέται για αυτό στον Θεό μέσα στο Ψαλτήριο. Ο πόνος και το κακό που η γλώσσα προξενεί είναι ένα από τα κεντρικά θέματα πολλών ψαλμών. Εδώ βλέπουμε την ρίζα του. Είναι η εντύπωση ότι “σ’ εμάς ανήκουν τα χείλη μας” (εδ. 5) και έτσι “θα λέμε ό,τι θέλουμε”. Στον αντίποδα έχουμε τα λόγια του Κυρίου. Διαβάζουμε στο εδ. 7, “τα λόγια του Κυρίου, λόγια καθαρά, ασήμι ανόθευτο σε χωματιένο χωνευτήρι καθαρισμένο εφτά φορές”. Εκεί μπορεί ο αβοήθητος, ο φτωχός και ο κατατρεγμένος να βρει καταφύγιο και προστασία. Η μελέτη της Γραφής και η ακρόαση του Λόγου του Θεού μέσα στην κοινότητα της εκκλησίας αποκτούν λοιπόν μιαν άλλη διάσταση μέσα από την σκοπιά αυτού του Ψαλμού.